- πνοιαῖσιν
- πνοήblowingfem dat pl (epic ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εμμανής — ές (AM ἐμμανής, ές) μετά μανίας, μανιώδης, παράφορος («θεοῡ πνοιαῑσιν ἐμμανής» τρελή από θεϊκή έμπνευση) … Dictionary of Greek